περιφράξει

περιφράξει
περίφραξις
fencing round
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
περιφράξεϊ , περίφραξις
fencing round
fem dat sg (epic)
περίφραξις
fencing round
fem dat sg (attic ionic)
περιφράσσω
fence
aor subj act 3rd sg (epic)
περιφράσσω
fence
fut ind mid 2nd sg
περιφράσσω
fence
fut ind act 3rd sg
περιφράσσω
fence
aor subj act 3rd sg (epic)
περιφράσσω
fence
fut ind mid 2nd sg
περιφράσσω
fence
fut ind act 3rd sg
περιφράζομαι
think
fut ind mp 2nd sg
περιφράζομαι
think
aor subj act 3rd sg (epic)
περιφράζομαι
think
fut ind mid 2nd sg
περιφράζομαι
think
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιφράσσω — και περιφράττω ΝΜΑ και περιφράζω Ν 1. φράζω ολόγυρα, κατασκευάζω φράχτη γύρω σε κάτι 2. περιορίζω, προστατεύω, προφυλάσσω («φρόντισε να περιφράξει τη θεωρία του με τύπους») αρχ. 1. οχυρώνω 2. κατασκευάζω φράγμα ή μώλο …   Dictionary of Greek

  • τοίχος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασταμονίτσας. * * * ο / τοῑχος, ΝΜΑ οικοδομικό έργο λιθοδομής ή πλινθοδομής, κατά κανόνα μορφής κατακόρυφου επιπέδου, αποτελούμενο… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”